- οφιοβορος
- ὀφιοβόροςὀφιο-βόρος2пожирающий змею или змей (эпитет спартанцев на языке Пифии) Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οφιοβόρος — ὀφιοβόρος, ον (Α) αυτός που τρώγει φίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος] … Dictionary of Greek
ὀφιοβόρους — ὀφιοβόρος serpent eating masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… … Dictionary of Greek
ՕՁԱՀԱԼԱԾ — ( ) NBH 2 1026 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 12c, 13c ա. ὁφιοβόλος serpentis percussor ὁφιοβόρος angues devorans. Հալածիչ օձից. *Եղջերու օձահալած: Կոյսն սուրբ ծնաւ զորթն օձահալած. Սարգ. ՟ա. պ. ՟Ա: Համամ առակ.: եւ Վանակ. յովէդ.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)